- αμόνι
- το-ιού1. εργαλείο των σιδεράδων.2. φρ., «ανάμεσα σφυρί κι αμόνι», σε δύσκολη θέση, σε δίλημμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αμόνι — Εργαλείο που χρησιμοποιεί ο σιδηρουργός, ικανό να αντέχει στις κρούσεις της σφύρας. Πάνω σε αυτό τοποθετείται το μεταλλικό υλικό (σίδερο, χαλκός, κράματα κλπ.), που έχει πυρωθεί στην κατάλληλη θερμοκρασία και σφυροκοπείται για να πάρει το… … Dictionary of Greek
άκμων — I Ένα από τα τρία οστάρια που βρίσκονται στην κοιλότητα του μεσαίου αφτιού και σχηματίζουν αλυσίδα, η οποία συνδέει το εσωτερικό τοίχωμα του έξω αφτιού με το εξωτερικό τοίχωμα του λαβύρινθου. Ο ά. βρίσκεται ανάμεσα στα άλλα δύο, τα οποία είναι η… … Dictionary of Greek
επιχαλκεύω — ἐπιχαλκεύω (Α) 1. χτυπώ με τη σφύρα (πυρακτωμένο μέταλλο) επάνω στον άκμονα, στο αμόνι 2. είμαι σκληρός, αμετακίνητος σαν το αμόνι («ἐπιχαλκεύειν παρέχοιμ’ ἄν» θα μπορούσες να μέ χρησιμοποιήσεις σαν να ήμουνα αμόνι, δεν θα κουνηθώ καθόλου,… … Dictionary of Greek
κεράκμων — ο επίμηκες αμόνι που λήγει σε αιχμές με σχήμα κεράτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας + ἄκμων «αμόνι». Απόδοση στην ελλ. του γαλλ. bigorne. Η λ. μαρτυρείται από το 1870 στον Γρηγόριο Αλ. Χαντσερή] … Dictionary of Greek
ακμόθετον — ἀκμόθετον, το και ἀκμοθέτης, ο (Α) η ξύλινη βάση όπου τοποθετείται το αμόνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄκμων + θετὸς < τίθημι] … Dictionary of Greek
αντίτυπο — το (AM ἀντίτυπος, ον) [τύπος] νεοελλ. πανομοιότυπο αντίγραφο εντύπου αρχ. μσν. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τά αντίτυπα τα τίμια δώρα στο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας αρχ. 1. αυτός που απωθείται, που αποκρούεται από σκληρό σώμα 2. φρ. (για το σφυρί… … Dictionary of Greek
βαρυκοπώ — ( άω) [βαρυκόπος] χτυπώ με τη βαριά επάνω στο αμόνι, σφυρηλατώ … Dictionary of Greek
μπαρμπαλιάς — ο αμόνι από σίδερο σε σχήμα κεφαλαίου γάμμα που χρησιμοποιείται από τους υποδηματοποιούς … Dictionary of Greek
μύδρος — ο (Α μύδρος) 1. πυρακτωμένος όγκος σιδήρου 2. τεμάχιο στερεοποιημένης λάβας το οποίο εκτινάσσεται κατά τις εκρήξεις τών ηφαιστείων νεοελλ. 1. στρ. μεταλλική συμπαγής σφαίρα η οποία χρησιμοποιούνταν ως βλήμα τών παλαιών εμπροσθογεμών πυροβόλων 2.… … Dictionary of Greek
νωτάκμων — νωτάκμων, ονος, ό, ἡ (Α) αυτός που έχει θωρακισμένα τα νώτα του («νωτάκμονες... καρκίνοι», Βατραχομ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νῶτον + ἄκμων «σιδερένια βάση, αμόνι»] … Dictionary of Greek